- φροντίσῃ
- φροντίσηι , φρόντισιςcarefem dat sg (epic)φροντίζωconsideraor subj mid 2nd sgφροντίζωconsideraor subj act 3rd sgφροντίζωconsiderfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρόντιση — φρόντιση, η και φροντισιά, η φροντίδα, μέριμνα, έγνοια, πονοκεφάλιασμα: Τη φρόντιση της δουλειάς την άφησε στον αδερφό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρόντιση — η / φρόντισις, ίσεως, ΝΜΑ [φροντίζω] φροντίδα, μέριμνα μσν. αξίωμα, λειτούργημα … Dictionary of Greek
φροντισιά — η, Ν φροντίδα, επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόντιση, κατά τα θηλ. σε *ά (πρβλ. περπατησ ιά)] … Dictionary of Greek
φρόντισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ βλ. φρόντιση … Dictionary of Greek
φροντισιά — η βλ. φρόντιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)